- ἔγχυσις
- ἔγχυσιςpouring infem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐγχύσει — ἔγχυσις pouring in fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐγχύσεϊ , ἔγχυσις pouring in fem dat sg (epic) ἔγχυσις pouring in fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχύσεις — ἔγχυσις pouring in fem nom/voc pl (attic epic) ἔγχυσις pouring in fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγχυσιν — ἔγχυσις pouring in fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έγχυση — Εισαγωγή υγρών, φαρμάκων, θρεπτικών ή άλλων ουσιών κατευθείαν σε αιμοφόρο αγγείο ή σε κοιλότητα του σώματος. * * * η (AM ἔγχυσις) 1. το να εγχέει, να ενσταλάζει κανείς υγρό σε ορισμένο αγγείο ή φάρμακο σε σημείο τού σώματος 2. η ίδια ουσία που… … Dictionary of Greek
ἐγχύσεως — ἐγχύσεω̆ς , ἔγχυσις pouring in fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)